γεωμετρίαν

γεωμετρίαν
γεωμετρίᾱν , γεωμετρία
geometry
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • мѣра — МѢР|А (402), Ы с. 1. Прибор для измерения веса, количества: спѹдъ на главѣ имѧше и лакъкь [вм. лакъть] рекше воднѹю мѣрѹ (πῆχυν) ГА XIII–ХIV, 247в; и исписахъ всѧко сѣмѧ на земли. и изрѡвновахъ всѧку мѣру и превѣсу праведну измѣрихъ и исписахъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ПАНЭТИЙ —    • Panaetĭus,          Παναίτιος,        1. сын Никанора, из Родоса, родился ок. 180 г. до Р. X. Философское образование он получил в Афинах у Диогена Вавилонского и его ученика Антипатра из Тарса. Оттуда он отправился в Рим, где подружился с… …   Реальный словарь классических древностей

  • AEGYPTIACA — I. AEGYPTIACA Πεττεία, longe operosior et ingeniosior Palamediacâ, una cum hac Graecis in usu fuit. Haec enim solis quinque calculis, quos πεςςοὺς Graeci dicunt, ab utraque ludentium parte tractabatur, absque tesseris: illa vero tota Philosophice …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παναίτιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (180 – 110 π.X.) Έλληνας στωικός φιλόσοφος από τη Ρόδο. Πήγε στη Ρώμη, κέρδισε τη φιλία του Σκιπίωνος Αιμιλιανού και τον συνόδευσε σε μιαν αποστολή του στην Αίγυπτο και στην Ασία. Επηρέαζε πολύ τον κύκλο του Σκιπίωνα …   Dictionary of Greek

  • πραγματεία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι] νεοελλ. επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβή νεοελλ. μσν. πραμάτεια αρχ. 1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της 2. επίπονη, κοπιαστική εργασία 3.… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …   Dictionary of Greek

  • Κοραής, Αδαμάντιος — (Σμύρνη 1748 – Παρίσι 1833). Λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους. Γόνος εύπορης οικογένειας καταγόμενης από τη Χίο, ο Κ. ανατράφηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στην Ευαγγελική Σχολή, η οποία όμως τότε δεν προσέφερε παρά «διδασκαλίαν πολλά πτωχήν,… …   Dictionary of Greek

  • Ψελλός, Μιχαήλ — (Κωνσταντινούπολη 1018 – 1078). Πολιτικός και φιλόσοφος, μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου. Μετά τις σπουδές του κοντά στον Νικήτα Βυζάντιο και στον Ιωάννη Μαυρόποδα, ο Ψ. επιδόθηκε στη δικηγορία, υπηρέτησε για ένα διάστημα …   Dictionary of Greek

  • er-4 (er-t-, er-u̯-) (*herĝʷhe) —     er 4 (er t , er u̯ ) [*herĝʷhe]     English meaning: Earth     Deutsche Übersetzung: “Erde”     Note: Root er 4 (er t , er u̯ ) [*her ĝ ʷhe ] “earth” derived from Root er 3 : or : r : to move *stir, animate, fight, struggle, rise; to spring …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”